- συνασπάζομαι
- συνασπάζομαιgreet at the same timepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνασπάζομαι — ΜΑ [ἀσπάζομαι] μσν. παραδέχομαι με προθυμία το ίδιο με άλλον αρχ. φιλώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
συνασπαζόμενοι — συνασπάζομαι greet at the same time pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek